ὀλιγηροσίη

ὀλιγηροσίη
ὀλιγηροσίη
want of arable land
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ολιγηροσίη — ὀλιγηροσίη, ἡ (Α) καλλιεργήσιμη γη μικρής εκτάσεως, μικρός αρόσιμος αγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ἄροσις «όργωμα, καλιεργήσιμη γη». Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγηροσίης — ὀλιγηροσίη want of arable land fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”